Ένα γραμμάριο δράσης αξίζει ένα τόνο θεωρίας.

Ένα γραμμάριο δράσης αξίζει ένα τόνο θεωρίας.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται την πρώτη φορά σαν τραγωδία και τη δεύτερη σαν φάρσα.

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΑ-ΠΟΙΗΣΗ- Οἱ Ὀλυμπιακοὶ ἀγῶνες τοῦ 1896 μέσα ἀπὸ τὶς σελίδες τοῦ «Ρωμηοῦ»

    Βρισκόμαστε στὰ τέλη τοῦ 1894, ἕνα χρόνο μετὰ τὸ «Δυστυχῶς ἐπτωχεύσαμεν». Παρὰ τὴ σταθερὴ κοινοβουλευτική της πλειοψηφία, ἡ κυβέρνηση Τρικούπη εἶναι ἀναγκασμένη νὰ ἐπιβάλει ἐπαχθεῖς φόρους γιὰ νὰ ἀντεπεξέλθει στὴν ὑπερχρέωση τῆς χώρας. Στὸ φύλλο 486 τοῦ Ρωμηοῦ (12 Νοεμβρίου 1894), ὁ Φασουλὴς καὶ ὁ Περικλέτος, φιγοῦρες ἀπὸ τὸ κουκλοθέατρο καὶ μόνιμοι ἥρωες τοῦ Ρωμηοῦ, σχολιάζουν τὸ μέγα θέμα τῆς ἐπικαιρότητας, τὴν ἀπόφαση γιὰ τέλεση τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων τὸ 1896 στὴν Ἑλλάδα.


-- Θάρρος, καημένε Περικλῆ, κι ἡ μέρα ξημερώνει
ποὺ θὰ ξυπνήσουν τὴν ἠχὼ τῶν λόφων τῶν ἐρήμων
παιᾶνες νέων ἀθλητῶν καὶ παλαιστῶν ἀλκίμων,
ἀπὸ παντοῦ τῆς ράτσας μας θὰ φθάσουν θιασῶται,
προσπάθησε δέ, Περικλῆ, νὰ ζήσῃς ἕως τότε
κι ὅλων τῶν ζῴων τοὺς ὀροὺς νὰ πίνεις μονορούφι,
ἀλλιῶς καθένας θὰ σὲ πεῖ μισέλληνα μαγκούφη,
ποὺ βρῆκες τὴν περίσταση γιὰ νὰ τὰ κακαρώσεις
πρὶν τῶν ἰοστεφάνων μας τὶς φέστες καμαρώσεις.
-- Θὰ κάνω κούρα, Φασουλῆ, μὴ στάξει καὶ μὴ βρέξει
γιὰ νὰ προφθάσω ζωντανὸς τὸ ἐνενηνταέξη
-- Ἦλθε κι ὁ φίλος Κουβερτέν, ὁ Γάλλος ὁ Βαρόνος,
καὶ στοῦ Συλλόγου «Παρνασσοῦ» ἐφώναξε τὸ βῆμα
πὼς τὴν Ἐλλάδ᾿ ἀθάνατος τὴν περιμένει χρόνος
κι οἱ δόξες θάβγουν οἱ παλιὲς μέσ᾿ ἀπὸ κάθε μνῆμα.
Κι ἐγὼ ποὺ λὲς ἐστάθηκα στὸν ρήτορα καρσὶ
κι αὐτὸς μιλοῦσε, μάτια μου, τὰ Γαλλικὰ φαρσί,
κι ἐγὼ ποὺ τὸ κατάφερα νὰ μὴν τὸν καταλάβω
ἐφώναξα μὲ τοὺς λοιποὺς «Βαρόνε, μπράβο, μπράβο»,
καὶ λόγ᾿ ἠκούσθησαν θερμοὶ στομάχων κεχηνότων
κι ὅλοι τὸν χειροκρότησαν οἱ Μαραθωνομάχοι,
γιὰ νἆναι δέ, βρὲ Περικλῆ, φιλέλλην ἐκ τῶν πρώτων
Ἑλληνικὰ χρεώγραφα πιστεύω πὼς δὲν θἄχη.
(...)
Καὶ μὴ νομίζῃς Περικλῆ, πὼς μπόλικον Ἀργύρη
προθύμως θὰ ξοδέψωμε γι᾿ αὐτὸ τὸ πανηγύρι.
Γιὰ τοὺς ἀγῶνες μηδεμιὰ δὲν θὰ γενῆ θυσία,
μὲ χρήματα τὴν δόξα τῶν δὲν θὰ τὴν κηλιδώσωμε,
καὶ τούτους θὰ τοὺς βγάλωμε εἰς τὴν δημοπρασία
κι ὅποιος τοὺς πάρει πιὸ φτηνὰ σ᾿ ἐκεῖνον θὰ τοὺς δώσωμε.
Ἡ μὲν Ἑλλὰς τὸ Στάδιον προσφέρει τῶν προγόνων
κι ἂς δώσουν ἄλλοι τὸν παρᾶ πρὸς πέρας τῶν ἀγώνων.
καὶ ὁ Σουρῆς φαντάζεται τοὺς ἀγῶνες: και ο Σουρής φαντάζεται τους αγώνες:
πάλιν ὁ Λόρδος προχωρεῖ ἐκ μέσου τῶν ὁμίλων
κι ὅπως ὁ περιβόητος Κροτωνιάτης Μίλων
φορτώνεται τοὺς δανειστὰς ἀντὶ βωδιῶν στὸν ὦμο
κι ἀμέσως παίρνει δρόμο
καὶ τρεῖς φορὲς τὸ Στάδιον μὲ τούτους φέρνει γύρα
κι ὅλοι φωνάζουν «ἐλελεῦ, ἀθάνατε Σωτῆρα»
(...)
Ἀλλ᾿ ὅμως καὶ μουφλούζηδες κοιτάζω λεγεῶνας
ποὺ παίζουν Καραΐσκο,
νὰ βγαίνουν πρῶτοι νικηταὶ εἰς ὅλους τοὺς ἀγῶνας
προπάντων δὲ στὸν Δίσκο.
(...)
Ἀλλ᾿ ὅμως καὶ κολυμβητῶν παράποτε σπανίων
κατέρχεται φουσᾶτο,
ὁ δὲ Τρικούπης κολυμπᾷ εἰς πέλαγος δανείων
χωρὶς νὰ βρίσκει πάτο.



Οἰκονομικὰ προβλήματα

Ὅσο κι ἂν ἡ διοργάνωση ἐκείνων τῶν πρώτων Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων ἦταν σπαρτιατική σε σύγκριση μὲ τὸν σημερινὸ γιγαντισμό, τὸ οἰκονομικὸ κόστος ἦταν ὑπερβολικὸ γιὰ τὴν ἑλληνικὴ οἰκονομία. Μιὰ λύση (ποὺ δυστυχῶς δὲν ὑπάρχει σήμερα!) ἀποτελοῦσαν οἱ εὐεργέτες. Ὁ διάδοχος Κωνσταντῖνος ἀπευθύνει ἐπιστολὴ στὸν Ἀβέρωφ, ὁ ὁποῖος προσφέρεται νὰ καλύψει τὰ ἔξοδα γιὰ τὴν ἐπιμαρμάρωση τοῦ Παναθηναϊκοῦ Σταδίου, καὶ ὁ Φασουλῆς τοῦ Σουρῆ σατιρίζει στὸ φύλλο 507 τοῦ Ρωμηοῦ (8 Ἀπριλίου 1895).

Πρὸς τὸν Ἀβέρωφ ἐπιστολὴ
τοῦ κακομοίρη του ΦασουλῆἈμάν, Ἀβέρωφ, σῶσε μας καὶ βοηθὸς γενοῦ
νὰ κουτουλήσ᾿ ἡ δόξα μας μὲ τ᾿ ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ
κι ὅταν κοτζὰμ Διάδοχος σοῦ γράφῃ κοπλιμέντα
κι ὅλος Ὑμέτερος πρὸς σὲ διὰ παντὸς πὼς μένει,
ἄνοιξε τὸ κεμέρι σου χωρὶς πολλὴ κουβέντα
κι ἂς εἶναι κάθε λέξις του ἀκριβοπληρωμένη.
Τοῦ κράτους τὴν ὑπόληψιν θέλεις δὲν θέλεις, σῶσε,
ἂν δὲ καὶ γράμμα δεύτερον σοῦ στείλουν ὡς τὸ πρῶτον,
ἂς πάει τὸ παλιάμπελο κι ὅ,τι κι ἂν ἔχεις δῶσε
πρὸς χάριν τῶν Ἀγώνων μας καὶ τῆς μητρὸς τῶν φώτων.
Κι ἂν τῶν Ἀγώνων ἡ πομπὴ καὶ σὲ χρεωκοπήσει
ἀλλ᾿ ὅμως μυριόστομος, Ἀβέρωφ, θὰ σαλπίσει
κι εἰς Δύσιν κι εἰς Ἀνατολὴν ἡ φήμη τ᾿ ὄνομά σου
καὶ θὰ καυχᾶσαι διαρκῶς γιὰ τὸ κατόρθωμά σου.
Κι ἂν καταντήσῃς νὰ μᾶς λὲς μὲ τὸν ντορβᾶ στὸν ὦμο
«δῶστε στὸν εὐεργέτη σας δυὸ ψίχουλα ψωμιοῦ»
ἀλλ᾿ ὅμως θὰ σὲ δείχνωμε μ᾿ εὐλάβεια στὸν δρόμο
κι ἔτσι τὸ στόμα θὰ μιλεῖ τοῦ καθενὸς Ρωμηοῦ:
«Βλέπεις αὐτὸν τὸν φουκαρᾶ,
ποὺ μὲ ντορβᾶ γυρίζει
καὶ κρυφομουρμουρίζει
γιὰ τὴν κακὴ κατάντια του
καὶ τὸν πικρὸ καημό του;...
Κροῖσος ἐλέγετο ποτὲ κι εἶχ᾿ εὐεργέτου πόζα,
ἀλλ᾿ ὅμως ὁ Διάδοχος τὸν πῆρε στὸν λαιμό του
μὲ γράμματα Βασιλικὰ πολὺ κοπλιμεντόζα,
κι ἀπεμαρμάρωσε λαμπρῶς τὰ Στάδια προγόνων
καὶ θῦμ᾿ ἀπέμειν᾿ ἔνδοξον ἀρχαϊκῶν ἀγώνων.»
Ἀμάν, Ἀβέρωφ, σῶσε μας καὶ βοηθὸς γενοῦ
... νὰ σκούξωμ᾿ ἔξω νοῦ
Ἡ ψωροκώσταινα πατρὶς καὶ πάλιν κοκορεύεται,
ἄσβεστος κρύπτεται πυρὰ στῆς δόξης τὸ καμίνι,
καὶ Στάδια μαρμάρινα κι ἀγῶνας ὀνειρεύεται
ἂν κι ἐκ τῆς πείνας μάρμαρο προώρισται νὰ μείνει


Στὸ μεταξύ, ἡ κυβέρνηση Τρικούπη ἔχει πέσει καὶ τὴν ἐξουσία ἔχει ἀναλάβει ὁ Θεόδωρος Δηλιγιάννης. Ἡ κατάσταση τῆς οἰκονομίας προχωρεῖ πρὸς τὸ χειρότερο, καὶ ὁ Σουρῆς ἀναφέρεται ἐν παρόδῳ συχνὰ στοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνες, ὅπως στὸ φ. 524 (21 Ὀκτωβρίου 1895), ὅπου ἐμφανίζει τὸν βασιλέα τῆς Πορτογαλίας νὰ λέει τὰ ἀκόλουθα στὸν βασιλέα Γεώργιο:


Φαντάζομαι τὸ κράτος σου
Παράδεισον ἐπίγειον
καὶ δίχως ἰσοζύγιον
σφοδρὸς δὲ πόθος, ἀδελφέ,
μὲ διαφλέγει τώρα
νὰ φύγω ἀπ᾿ ἐδῶ
καὶ τὴν φυλὴν νὰ δῶ,
ποὺ δὲν χαλᾷ τὸ κέφι της
τῶν δανεικῶν ἡ ψώρα,
κι Ἀγῶνας Ὀλυμπιακοὺς
στὸ μέλλον ἑτοιμάζει,
ἀλλὰ κι ἐκείνους δανεικοὺς
κι ὁ κόσμος τὴν τρομάζει.